- σαϊτεύω
- και σαϊττεύω και σαγιτ(τ)εύω ΝΜ [σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α]σημαδεύω και χτυπώ με σαΐτα, τοξεύωνεοελλ.μτφ. χτυπώ κάποιον με τα βέλη τού έρωτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαϊτεύω — και σαγιτεύω σαΐτεψα, σαϊτεύτηκα, σαϊτεμένος 1. σημαδεύω και χτυπώ με σαΐτα. 2. μτφ., ρίχνω ερωτικά βέλη: Μάτια που σαϊτεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοξαρίζω — [δοξάρι] χτυπώ με τόξο, σαϊτεύω … Dictionary of Greek
μυριοσαϊτεμένος — μυριοσαϊτεμένος, η, ον (Μ) αυτός που πληγώθηκε άπειρες φορές από βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)* + σαϊτεμένος (< σαϊτεύω)] … Dictionary of Greek
σαγιτεύω — και σαγιττεύω ΝΜ βλ. σαϊτεύω … Dictionary of Greek
τοξεύω — ΝΜΑ [τόξον] 1. ρίχνω με το τόξο 2. συνεκδ. χτυπώ, τραυματίζω κάποιον με βέλος («τοξεύειν ἔλαφον», Αριστοτ.) 3. (γενικά) εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω (α. «τοξεύειν ὕμνους», Πίνδ. β. «ταῡτα νοῡς ἐτόξευσεν μάτην», Ευρ.) αρχ. 1. βάλλω εναντίον… … Dictionary of Greek